Δαρεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Δᾱρειο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Δαρεῖος | οἱ | Δαρεῖοι | |
| γενική | τοῦ | Δαρείου | τῶν | Δαρείων | |
| δοτική | τῷ | Δαρείῳ | τοῖς | Δαρείοις | |
| αιτιατική | τὸν | Δαρεῖον | τοὺς | Δαρείους | |
| κλητική ὦ! | Δαρεῖε | Δαρεῖοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δαρείω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δαρείοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Δαρεῖος < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎢𐏁 (d-a-r-y-u-š /Dārayauš/) < 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎺𐎢𐏁 (d-a-r-y-v-u-š /Dārayavaʰuš/, αυτός που υποστηρίζει το καλό)[1] < *dar- (κρατώ γερά, υποστηρίζω) + *vahu- (καλό)
Κύριο όνομα
Δαρεῖος αρσενικό
- Δαρείος, περσικό ανδρικό όνομα βασιλέων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 1.1
- Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 1.1
- Δαρῐάν
και
- Δαρειαῖος
- Δαριήκης
Αναφορές
- Jan Tavernier, Iranica in the Achaemenid Period (ca. 550–330 B.C.): Lexicon of Old Iranian Proper Names and Loanwords, Attested in Non-Iranian Texts, Peeters Publishers, Leuven 2007, ISBN 9789042918337, σελ. 15–16
Πηγές
- Δαρεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δαρεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.