Ευρυάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευρυάλη οι Ευρυάλες
      γενική της Ευρυάλης των Ευρυαλών
    αιτιατική την Ευρυάλη τις Ευρυάλες
     κλητική Ευρυάλη Ευρυάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ευρυάλη < αρχαία ελληνική Εὐρυάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vɾiˈa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευρυάλη

Κύριο όνομα

Ευρυάλη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (προάστιο) η πρώην ονομασία της Γλυφάδας Αττικής
  3. συνοικία της Βούλας Αττικής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.