Ευρυάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ευρυάλη | οι | Ευρυάλες |
| γενική | της | Ευρυάλης | των | Ευρυαλών |
| αιτιατική | την | Ευρυάλη | τις | Ευρυάλες |
| κλητική | Ευρυάλη | Ευρυάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ευρυάλη < αρχαία ελληνική Εὐρυάλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vɾiˈa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐ρυ‐ά‐λη
Κύριο όνομα
Ευρυάλη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.