Niemiec
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
Niemiec (pl) < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *němьcь (ξένος, Γερμανός, κυριολεκτικά: αυτός που δεν μιλά). Μορφολογικά, niem + -iec [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɲɛ̃mʲjɛt͡s̑/
- ⓘ
Συνώνυμα
- fryc
- szkop
- szwab
Συγγενικά
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Niemiec < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Niemiec < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.