Γαστερόποδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γαστερόποδα
      γενική των Γαστερόποδων
    αιτιατική τα Γαστερόποδα
     κλητική Γαστερόποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γαστερόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gasteropoda < αρχαία ελληνική γαστήρ + πούς

Κύριο όνομα

Γαστερόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ((σπάνιο) στον ενικό: γαστερόποδο)

Υπώνυμα

  • Γαστρόποδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.