βούκινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βούκινο | τα | βούκινα |
| γενική | του | βούκινου | των | βούκινων |
| αιτιατική | το | βούκινο | τα | βούκινα |
| κλητική | βούκινο | βούκινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Buccinum undatum
Ετυμολογία
- βούκινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βούκινον < λατινική bucina [1] < bos (βόδι) + cano (τραγουδώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvu.ci.no/
Ουσιαστικό
βούκινο ουδέτερο
Εκφράσεις
-
βούκινο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- βούκινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.