γυμνοσάλιαγκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνοσάλιαγκας οι γυμνοσάλιαγκες
      γενική του γυμνοσάλιαγκα των γυμνοσαλιάγκων
    αιτιατική τον γυμνοσάλιαγκα τους γυμνοσάλιαγκες
     κλητική γυμνοσάλιαγκα γυμνοσάλιαγκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πορτοκαλί γυμνοσάλιαγκας

Ετυμολογία

γυμνοσάλιαγκας < γυμνο- + σάλιαγκας

Ουσιαστικό

γυμνοσάλιαγκας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.