πεταλίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεταλίδα οι πεταλίδες
      γενική της πεταλίδας των πεταλίδων
    αιτιατική την πεταλίδα τις πεταλίδες
     κλητική πεταλίδα πεταλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεταλίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πεταλίδα θηλυκό ή πατελίδα

  • θαλασσινό ζώο με όστρακο που βρίσκεται συνήθως κολλημένο στα βράχια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.