Γάλλος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γάλλος < Γαλλ(ία) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γάλ‐λος
- ομόηχα: γάλλος, γάλος
Κύριο όνομα 1
| πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | Γάλλος | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
| γενική | Γάλλου | Γαλλίδας | Γάλλων | Γαλλίδων |
| αιτιατική | Γάλλο | Γαλλίδα | Γάλλους | Γαλλίδες |
| κλητική | Γάλλε | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γαλλίδα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Γαλλία
Μεταφράσεις
Κύριο όνομα 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γάλλος | οι | Γάλλοι |
| γενική | του | Γάλλου | των | Γάλλων |
| αιτιατική | τον | Γάλλο | τους | Γάλλους |
| κλητική | Γάλλο | Γάλλοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γάλλου)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Gallos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.