γάλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γάλος | οι | γάλοι |
| γενική | του | γάλου | των | γάλων |
| αιτιατική | τον | γάλο | τους | γάλους |
| κλητική | γάλε | γάλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική galo d' India
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐λος
- ομόηχα: γάλλος, Γάλλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.