Βραζιλιάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βραζιλιάνος οι Βραζιλιάνοι
      γενική του Βραζιλιάνου των Βραζιλιάνων
    αιτιατική τον Βραζιλιάνο τους Βραζιλιάνους
     κλητική Βραζιλιάνε Βραζιλιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βραζιλιάνος < Βραζιλ(ία) + -ιάνος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾa.ziˈʎa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βραζιλιάνος

Κύριο όνομα

Βραζιλιάνος αρσενικό (θηλυκό Βραζιλιάνα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.