Βραζιλιάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βραζιλιάνα | οι | Βραζιλιάνες |
| γενική | της | Βραζιλιάνας | — | |
| αιτιατική | τη | Βραζιλιάνα | τις | Βραζιλιάνες |
| κλητική | Βραζιλιάνα | Βραζιλιάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βραζιλιάνα < Βραζιλιάν(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾa.ziˈʎa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βραζιλιάνα
Κύριο όνομα
Βραζιλιάνα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Βραζιλιάνος
- ※ Θα γίνω Βραζιλιάνα με το σομπρέρος μου / θα ‘σαι ο καμπαλέρος μου / κι όταν αρχίσει ο έρως μου για σένα, / θ’ αρχίσουν οι μαράκες ρυθμό να δίνουνε, / τ’ άστρα θα τρεμοσβήνουνε / κι όλα χορός να γίνουνε θα λες.
- Μάμπο Μπραζιλέιρο, στίχοι: Κώστας Πρετεντέρης, στίχοι: Γιώργος Μουζάκης, Γιώργος Οικονομίδης, εκτέλεση: Σπεράντζα Βρανά, 1954
- ※ Θα γίνω Βραζιλιάνα με το σομπρέρος μου / θα ‘σαι ο καμπαλέρος μου / κι όταν αρχίσει ο έρως μου για σένα, / θ’ αρχίσουν οι μαράκες ρυθμό να δίνουνε, / τ’ άστρα θα τρεμοσβήνουνε / κι όλα χορός να γίνουνε θα λες.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βραζιλία
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βραζιλιάνος
Βραζιλιάνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.