Βερολινέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βερολινέζος | οι | Βερολινέζοι |
| γενική | του | Βερολινέζου | των | Βερολινέζων |
| αιτιατική | τον | Βερολινέζο | τους | Βερολινέζους |
| κλητική | Βερολινέζε | Βερολινέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βερολινέζος < Βερολίν(ο) + -έζος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.ɾo.liˈne.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ρο‐λι‐νέ‐ζος
Κύριο όνομα
Βερολινέζος αρσενικό (θηλυκό Βερολινέζα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βερολίνο
Μεταφράσεις
Βερολινέζος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βερολίνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.