Βενιζέλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βενιζέλος οι Βενιζέλοι
      γενική του Βενιζέλου των Βενιζέλων
    αιτιατική τον Βενιζέλο τους Βενιζέλους
     κλητική Βενιζέλο Βενιζέλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βενιζέλος < Μπενιζέλος < (…) < ιταλική bene + angelo (< λατινικά angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.niˈze.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βενιζέλος

Κύριο όνομα

Βενιζέλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βενιζέλου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.