αντιβενιζελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιβενιζελικός | η | αντιβενιζελική | το | αντιβενιζελικό |
| γενική | του | αντιβενιζελικού | της | αντιβενιζελικής | του | αντιβενιζελικού |
| αιτιατική | τον | αντιβενιζελικό | την | αντιβενιζελική | το | αντιβενιζελικό |
| κλητική | αντιβενιζελικέ | αντιβενιζελική | αντιβενιζελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιβενιζελικοί | οι | αντιβενιζελικές | τα | αντιβενιζελικά |
| γενική | των | αντιβενιζελικών | των | αντιβενιζελικών | των | αντιβενιζελικών |
| αιτιατική | τους | αντιβενιζελικούς | τις | αντιβενιζελικές | τα | αντιβενιζελικά |
| κλητική | αντιβενιζελικοί | αντιβενιζελικές | αντιβενιζελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιβενιζελικός < αντί + βενιζελικός
Επίθετο
αντιβενιζελικός, -ή, -ό
- (πολιτική): ο πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου, παλαιότερα του Ελ. Βενιζέλου και σήμερα του Ευάγ. Βενιζέλου
- (πολιτική): οτιδήποτε αντίθετο σχετικά με Βενιζέλο και την πολιτική του
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αντιβενιζελικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.