Μπενιζέλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπενιζέλος | οι | Μπενιζέλοι |
| γενική | του | Μπενιζέλου | των | Μπενιζέλων |
| αιτιατική | τον | Μπενιζέλο | τους | Μπενιζέλους |
| κλητική | Μπενιζέλε | Μπενιζέλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπενιζέλος < (…) < ιταλική bene + angelo < λατινική angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος (αντιδάνειο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.