Αδριατική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αδριατική οι Αδριατικές
      γενική της Αδριατικής των Αδριατικών
    αιτιατική την Αδριατική τις Αδριατικές
     κλητική Αδριατική Αδριατικές
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Αδριατική Θάλασσα.

Ετυμολογία

Αδριατική < Αδριατική Θάλασσα με παράλειψη του ουσιαστικού < λατινική (mare) Adriaticum < αρχαία ελληνική Ἀδρίας (Αδριατική) < Ἀδρία (όνομα πόλης)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðɾi.a.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αδριατική

Κύριο όνομα

Αδριατική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.