Βενετσάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βενετσάνα οι Βενετσάνες
      γενική της Βενετσάνας
    αιτιατική τη Βενετσάνα τις Βενετσάνες
     κλητική Βενετσάνα Βενετσάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βενετσάνα < αρσενικό Βενετσ(άνος) ( < Βενετσιάνος) + θηλυκό επίθημα -άνα

Ουσιαστικό

Βενετσάνα θηλυκό

  1. (προφορικό) άλλη μορφή του Βενετσιάνα
  2. γυναικείο όνομα, υποκοριστικό του Βενετία (αρσενικό: Βενετσάνος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.