Βενετιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βενετιά | ||
| γενική | της | Βενετιάς | ||
| αιτιατική | τη | Βενετιά | ||
| κλητική | Βενετιά | |||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βενετιά < → δείτε τη λέξη Βενετία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.neˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐νε‐τιά
Κύριο όνομα
Βενετιά θηλυκό
Εκφράσεις
- έχασε η Βενετιά βελόνι
Αναφορές
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.