Βενετιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βενετιά
      γενική της Βενετιάς
    αιτιατική τη Βενετιά
     κλητική Βενετιά
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βενετιά <  δείτε τη λέξη Βενετία

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.neˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βενετιά

Κύριο όνομα

Βενετιά θηλυκό

  1. πόλη της Ιταλίας, άλλη μορφή του Βενετία
      Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου
    στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου
    (νανούρισμα)
  2. γυναικείο όνομα[1]

Εκφράσεις

  • έχασε η Βενετιά βελόνι

Αναφορές

  1. "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.