Βασίλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασίλισσα οι Βασίλισσες
      γενική της Βασίλισσας των Βασιλισσών
    αιτιατική τη Βασίλισσα τις Βασίλισσες
     κλητική Βασίλισσα Βασίλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασίλισσα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Βασίλισσα < αρχαία ελληνική βασίλισσα

Κύριο όνομα

Βασίλισσα θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασίλισσ αἱ Βασίλισσαι
      γενική τῆς Βασιλίσσης τῶν Βασιλισσῶν
      δοτική τῇ Βασιλίσσ ταῖς Βασιλίσσαις
    αιτιατική τὴν Βασίλισσᾰν τὰς Βασιλίσσᾱς
     κλητική ! Βασίλισσ Βασίλισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλίσσ
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασίλισσα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βασίλισσα

Κύριο όνομα

Βασίλισσα θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.