Αζέρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αζέρος | οι | Αζέροι |
| γενική | του | Αζέρου | των | Αζέρων |
| αιτιατική | τον | Αζέρο | τους | Αζέρους |
| κλητική | Αζέρε | Αζέροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αζέρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈze.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ζέ‐ρος
Κύριο όνομα
Αζέρος αρσενικό (θηλυκό Αζέρα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Αζερμπαϊτζάν ή έχει αζέρική υπηκοότητα
- ※ Ήδη από το 1987, πολύ πριν η Αρμενία ή το Αζερμπαϊτζάν αρχίσουν να προσεγγίζουν την ανεξαρτησία, Αρμένιοι και Αζέροι εμπλέκονταν σε αιματηρές συγκρούσεις γύρω από την αμφισβητούμενη περιοχή του Καραμπάχ, γεωγραφικά στο εσωτερικό του Αζερμπαϊτζάν, αλλά με έναν συντριπτικά μεγαλύτερο (κατά τα τρία τέταρτα) αρμενικό πληθυσμό.
- Charles Tilly, Sidney Tarrow, Πολιτικές ταυτότητες: πώς λειτουργούν;, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 27 (1), 2017, σσ. 43–70
- ※ Ήδη από το 1987, πολύ πριν η Αρμενία ή το Αζερμπαϊτζάν αρχίσουν να προσεγγίζουν την ανεξαρτησία, Αρμένιοι και Αζέροι εμπλέκονταν σε αιματηρές συγκρούσεις γύρω από την αμφισβητούμενη περιοχή του Καραμπάχ, γεωγραφικά στο εσωτερικό του Αζερμπαϊτζάν, αλλά με έναν συντριπτικά μεγαλύτερο (κατά τα τρία τέταρτα) αρμενικό πληθυσμό.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αζερικός, αζέρικος
- → και δείτε τη λέξη Αζερμπαϊτζάν
Μεταφράσεις
Αζέρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.