vigor
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (αμερικανική γραφή) η ζωντάνια, η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ενέργεια και η ισχύς κάποιου ή κάτι
- ↪ the vigor of the description - η ζωντάνια της περιγραφής
- ↪ She had already lost the vigor of her youth.
- Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
- ↪ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive vigor for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
Πηγές
- vigour - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 358. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωντάνια
Λατινικά (la)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | vigor | vigorēs |
| γενική | vigoris | vigorum |
| δοτική | vigorī | vigoribus |
| αιτιατική | vigorem | vigorēs |
| κλητική | vigor | vigorēs |
| αφαιρετική | vigore | vigoribus |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.