typing
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtaɪpɪŋ/
Ουσιαστικό
typing (en)
- η δακτυλογράφηση, η δακτυλογραφία, η πληκτρολόγηση
- δείτε επίσης: typing στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) ο τρόπος της κατηγοριοποίησης τιμών (values) και μεταβλητών (variables) σε τύπους δεδομένων (data types) μιάς γλώσσας προγραμματισμού
- υπερώνυμα: type system
- υπώνυμα: dynamic typing, static typing
Συγγενικά
- type
- typewriter
- typist
- typo
-
typing στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.