typed
Αγγλικά (en)
Επίθετο
typed (en)
- δακτυλογραφημένος
- (πληροφορική) οι μεταβλητές, οι εκφράσεις και οι τιμές που ανήκουν σε κάποιο τύπο δεδομένων (data type)
- (πληροφορική) η γλώσσα προγραμματισμού στην οποία οι μεταβλητές ανήκουν σε κάποιο τύπο δεδομένων (data type)
Αντώνυμα
- untyped
Υπερώνυμα
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.