typed

Αγγλικά (en)

Επίθετο

typed (en)

  1. δακτυλογραφημένος
  2. (πληροφορική) οι μεταβλητές, οι εκφράσεις και οι τιμές που ανήκουν σε κάποιο τύπο δεδομένων (data type)
     δείτε τις λέξεις type και typing
  3. (πληροφορική) η γλώσσα προγραμματισμού στην οποία οι μεταβλητές ανήκουν σε κάποιο τύπο δεδομένων (data type)

Αντώνυμα

  • untyped

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

Ρηματικός τύπος

typed (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.