δουλοπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δουλοπρεπής η δουλοπρεπής το δουλοπρεπές
      γενική του δουλοπρεπούς* της δουλοπρεπούς του δουλοπρεπούς
    αιτιατική τον δουλοπρεπή τη δουλοπρεπή το δουλοπρεπές
     κλητική δουλοπρεπή(ς) δουλοπρεπής δουλοπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δουλοπρεπείς οι δουλοπρεπείς τα δουλοπρεπή
      γενική των δουλοπρεπών των δουλοπρεπών των δουλοπρεπών
    αιτιατική τους δουλοπρεπείς τις δουλοπρεπείς τα δουλοπρεπή
     κλητική δουλοπρεπείς δουλοπρεπείς δουλοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δουλοπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δουλοπρεπής < δοῦλος + -πρεπής

Προφορά

ΔΦΑ : /ðu.lo.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουλοπρεπής

Επίθετο

δουλοπρεπής, -ής, -ές

  1. που συμπεριφέρεται προς τους ισχυρούς σαν να ήταν δούλος, τους κολακεύει και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους με σκοπό να κερδίσει την εύνοιά τους
    δουλοπρεπής σύμβουλος, δουλοπρεπής συμπεριφορά
  2. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από δουλοπρέπεια
    Αυτό που έκανα ήταν δουλοπρεπές... Έπρεπε να υψώσω ανάστημα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.