sustain

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

sustain < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sustenir (γαλλικά soutenir) < λατινική sustineo < sub- (κάτω) + teneo (κρατώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /səˈsteɪn/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sustain sustains

sustain (en)

  • (μουσική) μηχανισμός μουσικών οργάνων που κρατά τον ήχο παρατείνοντας τη διάρκειά του
    pianos and many electric music instruments have sustain pedals: τα πιάνα και πολλά ηλεκτρονικά μουσικά όργανα έχουν πεντάλ διαρκείας

Εκφράσεις

  • sustain pedal, sustaining pedal

  • sostenuto pedal (όπως το πεντάλ διαρκείας, αλλά μόνον για επιλεγμένους ήχους)

Ρήμα

ενεστώτας sustain
γ΄ ενικό ενεστώτα sustains
αόριστος sustained
παθητική μετοχή sustained
ενεργητική μετοχή sustaining

sustain (en)

  1. παρέχω τα απαραίτητα, συντηρώ
  2. διατηρώ, παρατείνω την ύπαρξη κάποιου πράγματος
  3. ενθαρρύνω, υποστηρίζω
  4. αποδέχομαι, εγκρίνω
  5. δοκιμάζω μια αρνητική εμπειρία, υποφέρω από κάτι
  6. αντέχω ένα βάρος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.