sustain
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- sustain < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sustenir (γαλλικά soutenir) < λατινική sustineo < sub- (κάτω) + teneo (κρατώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /səˈsteɪn/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| sustain | sustains |
sustain (en)
- (μουσική) μηχανισμός μουσικών οργάνων που κρατά τον ήχο παρατείνοντας τη διάρκειά του
- pianos and many electric music instruments have sustain pedals: τα πιάνα και πολλά ηλεκτρονικά μουσικά όργανα έχουν πεντάλ διαρκείας
Εκφράσεις
- sustain pedal, sustaining pedal
- sostenuto pedal (όπως το πεντάλ διαρκείας, αλλά μόνον για επιλεγμένους ήχους)
Ρήμα
| ενεστώτας | sustain |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sustains |
| αόριστος | sustained |
| παθητική μετοχή | sustained |
| ενεργητική μετοχή | sustaining |
sustain (en)
- παρέχω τα απαραίτητα, συντηρώ
- διατηρώ, παρατείνω την ύπαρξη κάποιου πράγματος
- ενθαρρύνω, υποστηρίζω
- αποδέχομαι, εγκρίνω
- δοκιμάζω μια αρνητική εμπειρία, υποφέρω από κάτι
- αντέχω ένα βάρος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.