sus

Γαλλικά (fr)

Επίρρημα

sus (fr)

  1. (παρωχημένο) πάνω
  2. έκφραση που ενθαρρύνει: «πάνω τους!», «επίθεση



Ισπανικά (es)

Αντωνυμία

sus (es)

  1. τους
  2. σας

κτητικές αντωνυμίες στα ισπανικά
κατεχόμενο
πριν μετά ή μόνο του
ενικός πληθυντικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό
κάτοχος ενικός 1ο πρόσωπο mi mis mío mía míos mías
2ο πρόσωπο tu tus tuyo tuya tuyos tuyas
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*
πληθυντικός1ο πρόσωπο nuestro nuestra nuestros nuestras nuestro nuestra nuestros nuestras
2ο πρόσωπο vuestro vuestra vuestros vuestras vuestro vuestra vuestros vuestras
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*

* Χρησιμοποιείται επίσης στον ενικό και στον πληθυντικό ευγενείας.



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

sus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sū- (“γουρούνι”)· συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) σῦς/ὗς και τα (αγγλικά) swine, sow

Ουσιαστικό

sus (la) αρσενικό ή θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική sus suēs
γενική suis suum
δοτική suī suibus
αιτιατική suem suēs
κλητική sus suēs
αφαιρετική sue suibus
(γ' κλίση)

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίρρημα

sus (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.