ὗς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῡ- σε μονοσύλλαβα, αλλιώς ῠ-
ονομαστική / ς οἱ/αἱ ες, ὗς
      γενική τοῦ/τῆς ός τῶν ῶν
      δοτική τῷ/τῇ ῐ̈́ τοῖς/ταῖς σῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ν τοὺς/τὰς ς, ὕας
     κλητική ! ες, ὗς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ε
γεν-δοτ τοῖν  οῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὗς <  δείτε τη λέξη σῦς

Ουσιαστικό

ὗς αρσενικό ή θηλυκό

  • (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του σῦς

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.