ἄω

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄω < ίδια ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἀτμός, ἀήτης, ἂημι ἀάω, ίσως ηχομιμητικό από τον ήχο της ανάσας

Ρήμα

ἄω (ο ενεστώτας δεν απαντά)

  1. Ο παρατατικός στον τύπο ἂεν σήμαινε πνέω, φυσώ
  2. στον αόριστο κοιμάμαι
    ἐνὶ κοίτη ἄεσα : σε κάποιο κρεβάτι βρήκα να κοιμηθώ (Οδύσσεια, 19, 342)
  3. πλήττω, βλάπτω (ίσως)
  4. χορταίνω (ίσως)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.