αρκούντως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρκούντως < αρχαία ελληνική ἀρκούντως / ἀρκεόντως < ἀρκέω / ἀρκῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈkun.dos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αρκώ
Μεταφράσεις
αρκούντως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.