δικλείδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δικλείδα | οι | δικλείδες |
| γενική | της | δικλείδας | των | δικλείδων |
| αιτιατική | τη | δικλείδα | τις | δικλείδες |
| κλητική | δικλείδα | δικλείδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικλείδα < δικλίδα κατά την αρχαία ελληνική δίκλεις → και δείτε τη λέξη δικλίδα [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈkli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κλεί‐δα
- ομόηχο: δικλίδα
Μεταφράσεις
δικλείδα
|
Αναφορές
- δικλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «δικλίδα», σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.