receiver

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
receiver receivers

Ετυμολογία

receiver < (κληρονομημένο) μέση αγγλική recevere, receyvere. Συγχρονικά αναλύεται σε receive + -er

Προφορά

ΔΦΑ : /ɹəˈsivɚ/
 

Ουσιαστικό

receiver (en)

  1. το ακουστικό τηλεφώνου, το μέρος ενός τηλεφώνου που κρατάω κοντά στο στόμα και στο αυτί μου
    I pick up/put down/hang up the receiver.
    Σηκώνω/κατεβάζω/κλείνω το τηλέφωνο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη phone
  2. ο δέκτης
  3. (τεχνολογία) ραδιοενισχυτής
  4. (τεχνολογία) πολυκάναλος ενισχυτής για home-cinema κ.λπ. (από το: AV receiver)
  5. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ο δέκτης, ο παραλήπτης, ο αποδέκτης σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
    συντομογραφία: (για δέκτη) Rx [1]
    radio transmitter/receiver (ραδιοπομπός/ραδιοδέκτης)[1]
     συνώνυμα: (για πληροφορία, δεδομένα) sink
     αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) transmitter, (πληροφορική) source

Παράγωγα

Αναφορές

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.