ενταμιευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενταμιευτής | οι | ενταμιευτές |
| γενική | του | ενταμιευτή | των | ενταμιευτών |
| αιτιατική | τον | ενταμιευτή | τους | ενταμιευτές |
| κλητική | ενταμιευτή | ενταμιευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ενταμιευτής αρσενικό
- (πληροφορική) προσωρινή δέσμευση περιοχής μνήμης για την ενδιάμεση αποθήκευση σε ροή δεδομένων (stream), όταν αυτά εξέρχονται από μία συσκευή (ή πρόγραμμα) και εισέρχονται σε άλλη συσκευή (ή πρόγραμμα). Χρησιμεύει όταν η ταχύτητα εξαγωγής είναι διαφορετική από την ταχύτητα εισαγωγής. Υλοποιείται με την δομή της στοίβας.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.