normalisation
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
normalisation (en) (βρετανική γραφή) & normalization (αμερικανική γραφή)
- εξομάλυνση τιμών, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων, συμπεριφορών, κανονικοποίηση
- επαναφορά τιμών εντός προβλεπόμενου εύρους
- κανονικοποίηση
- (πληροφορική) → δείτε τη λέξη normalization
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.