typical
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | typical |
| συγκριτικός | more typical |
| υπερθετικός | most typical |
Επίθετο
typical (en)
- χαρακτηριστικός, τυπικός, έχει τις συνήθεις ιδιότητες ή χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου τύπου προσώπου, πράγματος ή ομάδας
- ↪ That’s typical of your brother!
- Είναι χαρακτηριστικό του αδελφού σου!
- ↪ That’s a typical trait of my father.
- Αυτό είναι τυπικό γνώρισμα του πατέρα μου.
- ↪ Coughing is a typical symptom.
- Ο βήχας είναι ένα τυπικό σύμπτωμα.
- ↪ The typical Greek family has four members.
- Η τυπική ελληνική οικογένεια είναι τετραμελής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ↪ That’s typical of your brother!
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) τυπικός, συμβαίνει με τον συνηθισμένο τρόπο, δείχνει πώς είναι συνήθως κάτι
- ↪ a typical greeting - ένας τυπικός χαιρετισμός
- ↪ typical designs - τυπικά σχέδια
- ↪ The Sunday walk is a typical form of recreation.
- Ο κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας.
- ↪ He cooks all the same old, typical foods.
- Μαγειρεύει όλο τα ίδια και τα ίδια, τα τυπικά φαγητά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal
- (λογική, μαθηματικά) τυπικός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- typicality
- typically
- typicalness
Πηγές
- typical - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 904, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: τυπικός, χαρακτηριστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.