προσγειώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσγειώνομαι < προσγειώνω

Ρήμα

προσγειώνομαι

  1. (για αεροπλάνο, κλπ) σταματώ την πτήση και ακουμπώ το έδαφος
  2. (μεταφορικά) χάνω τις ψευδαισθήσεις μου και επανέρχομαι στην πραγματικότητα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.