lacus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lacus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lakʷ- (λίμνη). Συγγενές με την αρχαία ελληνική λάκκος

Ουσιαστικό

lacus (la) αρσενικό

  1. λίμνη
  2. δεξαμενή
  3. αγγείο, πιθάρι

Συγγενικά

  • laculatus
  • lacuna
  • lacusculus

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lacus lacūs
γενική lacūs lacuum
δοτική lacuī lacibus
αιτιατική lacum lacūs
κλητική lacus lacūs
αφαιρετική lacū lacibus
(δ' κλίση)
η δοτ. & αφ. πληθ. και lacubus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.