lago
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
lago
<
lag
+
-o
Ουσιαστικό
lago
(eo)
(
γεωγραφία
)
λίμνη
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
lago
lagos
Ουσιαστικό
lago
(es)
(
γεωγραφία
)
λίμνη
Ιταλικά
(it)
ενικός
πληθυντικός
lago
laghi
Ουσιαστικό
lago
(it)
(
γεωγραφία
)
λίμνη
Πορτογαλικά
(pt)
ενικός
πληθυντικός
lago
lagos
Ουσιαστικό
lago
(pt)
(
γεωγραφία
)
λίμνη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.