πιθάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιθάρι τα πιθάρια
      γενική του πιθαριού των πιθαριών
    αιτιατική το πιθάρι τα πιθάρια
     κλητική πιθάρι πιθάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθάρι < μεσαιωνική ελληνική πίθος

Ουσιαστικό

πιθάρι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.