πλαισιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλαισιώνω < αρχαία ελληνικήπλαίσιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ple.siˈo.no/
Ρήμα
πλαισιώνω
- τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο
- βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
- (για ανθρώπους) εργάζομαι ή δρω σαν συνεργάτης ή βοηθός κάποιου άλλου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλαισιώνω | πλαισίωνα | θα πλαισιώνω | να πλαισιώνω | πλαισιώνοντας | |
| β' ενικ. | πλαισιώνεις | πλαισίωνες | θα πλαισιώνεις | να πλαισιώνεις | πλαισίωνε | |
| γ' ενικ. | πλαισιώνει | πλαισίωνε | θα πλαισιώνει | να πλαισιώνει | ||
| α' πληθ. | πλαισιώνουμε | πλαισιώναμε | θα πλαισιώνουμε | να πλαισιώνουμε | ||
| β' πληθ. | πλαισιώνετε | πλαισιώνατε | θα πλαισιώνετε | να πλαισιώνετε | πλαισιώνετε | |
| γ' πληθ. | πλαισιώνουν(ε) | πλαισίωναν πλαισιώναν(ε) |
θα πλαισιώνουν(ε) | να πλαισιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλαισίωσα | θα πλαισιώσω | να πλαισιώσω | πλαισιώσει | ||
| β' ενικ. | πλαισίωσες | θα πλαισιώσεις | να πλαισιώσεις | πλαισίωσε | ||
| γ' ενικ. | πλαισίωσε | θα πλαισιώσει | να πλαισιώσει | |||
| α' πληθ. | πλαισιώσαμε | θα πλαισιώσουμε | να πλαισιώσουμε | |||
| β' πληθ. | πλαισιώσατε | θα πλαισιώσετε | να πλαισιώσετε | πλαισιώστε | ||
| γ' πληθ. | πλαισίωσαν πλαισιώσαν(ε) |
θα πλαισιώσουν(ε) | να πλαισιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλαισιώσει | είχα πλαισιώσει | θα έχω πλαισιώσει | να έχω πλαισιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλαισιώσει | είχες πλαισιώσει | θα έχεις πλαισιώσει | να έχεις πλαισιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλαισιώσει | είχε πλαισιώσει | θα έχει πλαισιώσει | να έχει πλαισιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλαισιώσει | είχαμε πλαισιώσει | θα έχουμε πλαισιώσει | να έχουμε πλαισιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλαισιώσει | είχατε πλαισιώσει | θα έχετε πλαισιώσει | να έχετε πλαισιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλαισιώσει | είχαν πλαισιώσει | θα έχουν πλαισιώσει | να έχουν πλαισιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.