workflow

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

workflow < work + flow

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈwɜːkfləʊ/
ΔΦΑ : /ˈwɝkfloʊ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
workflow workflows

workflow (en)

  • ροή εργασίας, ροή εργασιών
      we have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system. (Git tutorial) [1]
    «Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.»

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.