flux
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- flux < (άμεσο δάνειο) λατινική fluxus (ροή)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| flux | flux |
flux (fr) αρσενικό
- η ροή
- (λόγιο) η αφθονία
- un flux de paroles - ένας χείμαρρος λόγων, η λογοδιάρροια
- un flux de protestations - ένα κύμα διαμαρτυριών
- ≈ συνώνυμα: abondance, afflux, déluge, flot
- η πλημμυρίδα
Αντώνυμα
- reflux
Σύνθετα
- fluxmètre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.