flux

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

flux (en)

Συνώνυμα



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

flux < (άμεσο δάνειο) λατινική fluxus (ροή)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
flux flux

flux (fr) αρσενικό

  1. η ροή
     συνώνυμα: écoulement
  2. (λόγιο) η αφθονία
    un flux de paroles - ένας χείμαρρος λόγων, η λογοδιάρροια
    un flux de protestations - ένα κύμα διαμαρτυριών
     συνώνυμα: abondance, afflux, déluge, flot
  3. η πλημμυρίδα
     συνώνυμα: marée montante
     αντώνυμα: marée descendante, reflux

Συγγενικά

Αντώνυμα

  • reflux

Σύνθετα

  • fluxmètre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.