απομιμούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απομιμούμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

απομιμούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αντιγράφω πιστά
  2. παραποιώ, πλαστογραφώ

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.