αντικρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.diˈkɾi.zo/
Ρήμα
αντικρίζω (παθητική φωνή: αντικρίζομαι)
- βρίσκομαι / στέκομαι απέναντι από κάποιον ή κάτι
- φτάνω σε οπτική επαφή με κάποιον ή κάτι, βλέπω, κοιτάζω
- (μεταφορικά) αντιμετωπίζω απευθείας
- αντικρύζω (παρωχημένο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αντίκρυ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντικρίζω | αντίκριζα | θα αντικρίζω | να αντικρίζω | αντικρίζοντας | |
| β' ενικ. | αντικρίζεις | αντίκριζες | θα αντικρίζεις | να αντικρίζεις | αντίκριζε | |
| γ' ενικ. | αντικρίζει | αντίκριζε | θα αντικρίζει | να αντικρίζει | ||
| α' πληθ. | αντικρίζουμε | αντικρίζαμε | θα αντικρίζουμε | να αντικρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αντικρίζετε | αντικρίζατε | θα αντικρίζετε | να αντικρίζετε | αντικρίζετε | |
| γ' πληθ. | αντικρίζουν(ε) | αντίκριζαν αντικρίζαν(ε) |
θα αντικρίζουν(ε) | να αντικρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντίκρισα | θα αντικρίσω | να αντικρίσω | αντικρίσει | ||
| β' ενικ. | αντίκρισες | θα αντικρίσεις | να αντικρίσεις | αντίκρισε | ||
| γ' ενικ. | αντίκρισε | θα αντικρίσει | να αντικρίσει | |||
| α' πληθ. | αντικρίσαμε | θα αντικρίσουμε | να αντικρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αντικρίσατε | θα αντικρίσετε | να αντικρίσετε | αντικρίστε | ||
| γ' πληθ. | αντίκρισαν αντικρίσαν(ε) |
θα αντικρίσουν(ε) | να αντικρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντικρίσει | είχα αντικρίσει | θα έχω αντικρίσει | να έχω αντικρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντικρίσει | είχες αντικρίσει | θα έχεις αντικρίσει | να έχεις αντικρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντικρίσει | είχε αντικρίσει | θα έχει αντικρίσει | να έχει αντικρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντικρίσει | είχαμε αντικρίσει | θα έχουμε αντικρίσει | να έχουμε αντικρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντικρίσει | είχατε αντικρίσει | θα έχετε αντικρίσει | να έχετε αντικρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντικρίσει | είχαν αντικρίσει | θα έχουν αντικρίσει | να έχουν αντικρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.