αντικριστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικριστός η αντικριστή το αντικριστό
      γενική του αντικριστού της αντικριστής του αντικριστού
    αιτιατική τον αντικριστό την αντικριστή το αντικριστό
     κλητική αντικριστέ αντικριστή αντικριστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικριστοί οι αντικριστές τα αντικριστά
      γενική των αντικριστών των αντικριστών των αντικριστών
    αιτιατική τους αντικριστούς τις αντικριστές τα αντικριστά
     κλητική αντικριστοί αντικριστές αντικριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντικριστός < αντικρίζω + -τός

Επίθετο

αντικριστός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο
    αντικριστός χορός (οι χορευτές ανά δύο χορεύουν έχοντας αντίκρυ τους ο ένας τον άλλον)
  2. (γαστρονομία, ουσιαστικοποιημένο) το αντικριστό: παραδοσιακό κρητικό φαγητό, οφτό (ψητό) αρνί που κόβεται σε τέσσερα γουλίδια (κομμάτια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.