αντικριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικριστός | η | αντικριστή | το | αντικριστό |
| γενική | του | αντικριστού | της | αντικριστής | του | αντικριστού |
| αιτιατική | τον | αντικριστό | την | αντικριστή | το | αντικριστό |
| κλητική | αντικριστέ | αντικριστή | αντικριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικριστοί | οι | αντικριστές | τα | αντικριστά |
| γενική | των | αντικριστών | των | αντικριστών | των | αντικριστών |
| αιτιατική | τους | αντικριστούς | τις | αντικριστές | τα | αντικριστά |
| κλητική | αντικριστοί | αντικριστές | αντικριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αντικριστός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο
- αντικριστός χορός (οι χορευτές ανά δύο χορεύουν έχοντας αντίκρυ τους ο ένας τον άλλον)
- (γαστρονομία, ουσιαστικοποιημένο) το αντικριστό: παραδοσιακό κρητικό φαγητό, οφτό (ψητό) αρνί που κόβεται σε τέσσερα γουλίδια (κομμάτια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.