αντίκρυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντίκρυ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντίκρυ < αρχαία ελληνική ἀντικρύ. Δείτε και αντικρύ. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.kɾi/

Επίρρημα

αντίκρυ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.