chienne
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
chienne
chiennes
Ετυμολογία
chienne
<
ch(ien)
+
κατάληξη θηλυκού
-ienne
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʃjen
/
ⓘ
Ουσιαστικό
chienne
(fr)
(
θηλαστικό ζώο
)
η
σκύλα
αρσενικό
(
χυδαίο
)
η
τσούλα
(
Βέλγιο
)
μαλλιά
σε είδος
φράντζας
στο
μέτωπο
(
Κεμπέκ
)
ένδυμα
εργασίας συχνά άφλεκτο
Συγγενικά
chiennerie
chiot
→
και
δείτε
τη
λέξη
chien
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.