chienlit
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| chienlit | chienlits |
Ουσιαστικό
chienlit (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) μάσκα της Αποκριάς
- (μεταφορικά) χοντροειδής αμφίεση, μεταμφίεση
- (μεταφορικά) ακαταστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.