βρομο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρομο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομο- < βρόμ(α) + -ο- Για τη γραφή με όμικρον ή ωμέγα  δείτε τη λέξη βρομώ

Πρόθημα

βρομο-, βρόμ- (ή βρομ- πριν από φωνήεν)

Συνώνυμα

  • παλιο- (για αρνητικές σημασίες)

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βρομο- < βρόμ(α) + -ο- Για τη γραφή με όμικρον ή ωμέγα  δείτε τη λέξη βρομώ

Πρόθημα

βρομο-, βρόμ- (ή βρομ- πριν από φωνήεν)

  • όπως στα νέα ελληνικά βρομο-, προσδίει στο δεύτερο συνθετικό την ιδιότητα
    1. της βρομιάς
      βρομόπαππον (βρόμικο παπί), βρομόσκυλος
    2. της κακής οσμής
      βρομοχνοτόστομος, βρομόστομος
    3. (μειωτικό)
      βρομονήσιν
    4. (υβριστικό)
      βρομόγερος
    5. (επιτατικό) αρνητικής σημασίας
      βρομοκατησχυμμένος (καταντροπιασμένος)

Συνώνυμα

  • παλιο- (για αρνητικές σημασίες)

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομό- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.