παλιόσκυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόσκυλο τα παλιόσκυλα
      γενική του παλιόσκυλου των παλιόσκυλων
    αιτιατική το παλιόσκυλο τα παλιόσκυλα
     κλητική παλιόσκυλο παλιόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιόσκυλο < παλιό- + -σκυλο

Ουσιαστικό

παλιόσκυλο ουδέτερο

  • υβριστικός χαρακτηρισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.