φέρσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέρσιμο τα φερσίματα
      γενική του φερσίματος των φερσιμάτων
    αιτιατική το φέρσιμο τα φερσίματα
     κλητική φέρσιμο φερσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φέρσιμο < μεσαιωνική ελληνική φέρσιμο < αρχαία ελληνική φέρω

Ουσιαστικό

φέρσιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.